- ἀρχομένας
- ἀρχομένᾱς , ἄρχωto be firstpres part mp fem acc plἀρχομένᾱς , ἄρχωto be firstpres part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περκάζω — ΜΑ (για σταφύλια και ελιές) μαυρίζω ή παίρνω σκούρο χρώμα (α. «ὅταν ἤδη περκάζῃ σταφυλή», Θεόφρ. β. «ὅταν τὰς ἐλαίας ἀρχομένας περκάζειν ἴδῃς», Γεωπ.) αρχ. 1. δίνω σε κάτι μαύρο χρώμα, κάνω κάτι να μαυρίσει 2. (για έφηβο) σκουραίνει το πρόσωπό… … Dictionary of Greek
Αγλαΐας ο Βυζαντινός — (1ος αι. μ.Χ.).Γιατρός ο οποίος έγραψε ένα ιατρικό έργο σε στίχους που μόνο αποσπάσματά του σώζονται. Τιτλοφορείται Προς τας αρχομένας υποχύσεις.Είναι γνωστός και ως Αγλάιος … Dictionary of Greek